-
1 глина
ο πηλ/ός, η άργιλος, το αργι-λόχωμα, η λάσπηгончарная - ο πηλός/το κοκκινόχωμα του αγγειοπλάστηогнеупорная - η πυρίμαχος άργιλος, πυρίμαχος -αργιλώδης, πηλώδης, λα-σπώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глина